κατακριτέος

κατακριτέος
-α, -ο
αυτός που πρέπει να κατακριθεί, αξιοκατάκριτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακριτέος — α, ο αυτός που πρέπει να κατακριθεί: Η πράξη αυτή είναι κατακριτέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • ανεμέσητος — ἀνεμέσητος, ον (Α) 1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει τη νέμεση, μη αξιόμεμπτος, μη κατακριτέος 2. αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, αβάσκαντος …   Dictionary of Greek

  • Λοκ, Τζον — (John Locke, Ρίνγκτον, Σόμερσετ 1632 – Λονδίνο 1704). Άγγλος φιλόσοφος. Γραμματέας του λόρδου Άσλεϊ (που έγινε αργότερα κόμης του Σάφτσμπερι), εξασφάλισε τη φιλία του, η οποία τον βοήθησε να γίνει δεκτός στους ανώτερους κύκλους της κοινωνίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”